Κτισμένα από τη Θάλασσα: θαλασσινά δομικά υλικά και πολιτισμοί του Ινδικού Ωκεανού
- archivesofthesea
- 13 Αυγ
- διαβάστηκε 20 λεπτά
Έγινε ενημέρωση: 15 Αυγ
Της Ρωξάνης Μαργαρίτη.

Σε προηγούμενες αναρτήσεις μας εστιάσαμε σε διάφορα προϊόντα της θάλασσας. Εκτός όμως από εδώδιμα, φάρμακα, εργαλεία διαφόρων ειδών, υφάσματα, δέρματα και κοσμήματα, η θάλασσα προσφέρει στους ανθρώπους ακόμα και υποκατάστατα για τούβλα, πέτρα, και ασβέστη. Εναλλακτικά δομικά υλικά καταλήγουν από τη θάλασσα στη στεριά σβήνοντας το νοητό σύνορο μεταξύ των δύο στοιχείων.

Παράκτιοι πληθυσμοί παντού στον κόσμο και διαχρονικά μέχρι τις μέρες μας έχουν θαυμάσει τα ξεβρασμένα σώματα εντυπωσιακών θαλάσσιων όντων, ειδικά φαλαινών. Σε κάποιες περιπτώσεις συντήρησαν τους σκελετούς τους, δημιούργησαν εκθέματα με αυτούς, και χρησιμοποιήσαν τα κόκκάλα τους σε διάφορες κατασκευές στην στεριά.

Επιπλέον, κτίστες σε παράκτιες περιοχές σε όλο τον κόσμο έχουν χρησιμοποιήσει ξεβρασμένη ξυλεία σε νέες κατασκευές. Μαδέρια και άλλα μέρη ναυαγισμένων πλοίων που ξεβράστηκαν στις ακτές ή απλά εγκαταλείφθηκαν και αποσυντέθηκαν σε παραλίες βρέθηκαν να ανακυκλώνονται και να συμπεριλαμβάνονται σε κτίσματα στην ξηρά.

Παρότι δεν είναι θαλασσινής προέλευσης με την αυστηρή έννοια, ωστόσο αυτά τα ανακυκλώσιμα απομεινάρια πλοίων γίνονται μέρος αρχιτεκτονικών τάσεων και οικοδομικών τεχνικών που είναι κατεξοχήν θαλασσινά και επιδεικνύουν την συνοχή ξηράς και θάλασσας. Πάντως πραγματικό θαλασσινό είδος ξυλείας είναι το ξύλο των μανγκρόβιων, των αλόφυτων που φυτρώνουν σε πυκνές συστάδες σε προστατευμένα τροπικά ρηχά νερά.
Τέλος, κτίρια και ολόκληρες παράκτιες πόλεις οικοδομούνται με λίθους λαξευμένους από ζωντανό και απολιθωμένο κοράλλι. Οι κοραλλένιες πόλεις του Ινδικού Ωκεανού αποτελούν εντυπωσιακά παραδείγματα τέτοιου είδους αρχιτεκτονικής της θάλασσας.


Αυτή η ανάρτηση λοιπόν θα εστιάσει σε όλα αυτά τα υλικά που προέρχονται από την θάλασσα και που έρχονται στην στεριά να ενταχθούν στην αρχιτεκτονική κουλτούρα και τον υλικό πολιτισμό των λιμανιών και παράκτιων οικισμών της Ερυθράς Θάλασσας, την Αραβικής Θάλασσας και του Δυτικού Ινδικού Ωκεανού γενικότερα. Τονίζω κυρίως τα τεκμήρια από την αρχαία και την μεσαιωνική εποχή εώς και τον 16ο αιώνα, αλλά όπως συνηθίζουμε η Δήμητρα και εγώ, θα προσεγγίζουμε το θέμα και εθνογραφικά και διαχρονικά.
Ψαροφαγία και αρχιτεκτονήματα από ψαροκόκκαλα; Ιχθυοφάγων ιστορίες

Οι αρχαίοι συγγραφείς προσωποποιούν τη συνοχή ξηράς και θάλασσας όταν περιγράφουν τους ανατολικούς παράκτιους πληθυσμούς που αποκαλούν ιχθυοφάγους, τους οποίους έχουμε ήδη συναντήσει (όπως και του γείτονές τους τους Χελωνοφάγους!). Το «των ιχθυοφάγων έθνος» όπως περιγράφεται από ιστορικούς, τον Αγαθαρχίδη της Κνίδου (2ος αιώνας π.Χ.), τον Διόδωρο τον Σικελό (1ος αιώνας π.Χ.), τον Στράβωνα (1ος αιώνας π.Χ.-1ος αιώνας μ.Χ.) και τον Αρριανό (1ος-2ος αιώνας μ.Χ.) είναι ένας όρος που αναφέρεται γενικά στους λαούς που κατοικούσαν τις ακτές της Ερυθράς Θάλασσας και της Αραβικής χερσονήσου. Σύμφωνα με την κοσμοθεωρία Ελλήνων και Ρωμαίων συγγραφέων η πρωτόγονη, βάρβαρη φύση των ιχθυοφάγων διαφαίνεται στις διατροφικές τους συνήθειες και συγκεκριμένα την υποτιθέμενη αποκλειστική ψαροφαγία τους, εξ ού και η ονομασία τους. Ακόμα και τα ψάρια υποτίθεται ότι τα έτρωγαν με βαθιά απολίτιστο και καθόλου εκλεπτυσμένο τρόπο, ωμά, ή έστω «ψημένα» στον ήλιο, σε αντιδιαστολή με του Μεσόγειους που είναι βέβαια το πολιτισμικό μέτρο για τους συγγραφείς αυτούς. Το στερεότυπο υποβιβάζει ακόμα και τις αλιευτικές δυνατότητες των ἰχθυοφάγων, που περιγράφονται ως ανίκανοι να αναπτύξουν πολύπλοκα εξαρτήματα αλιείας και αρκούνταν στην συλλογή ψαριών από τις λιμνούλες που άφηνε πίσω της η παλίρροια. Με άλλα λόγια, οι αναφορές ήταν όχι μόνο δύσκολα πιστευτές αλλά και ιδεολογικά φορτισμένες καθώς οι συγγραφείς τους ήθελαν να χαρακτηρίσουν τους λαούς της Ανατολής ως πολιτισμικά διαφορετικούς, και κατώτερους, από τους δικούς τους της Μεσογείου. Ωστόσο μεταφέρουν, έστω και άθελά τους, κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες εικόνες των συνηθειών και του υλικού πολιτισμού αυτών των αλιευτικών κοινοτήτων. Eκτός από την σοκαριστική τους ψαροφαγία οι Ιχθυοφάγοι λέγεται ότι έκτιζαν τα σπίτια τους από κόκκαλα θαλάσσιων ειδών. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, για παράδειγμα, μας λέει ότι οι Ιχθυοφάγοι που δεν μπορούν να βρουν σπηλιές για να κατοικήσουν, μάζευαν τα πλευρά μεγάλων φαλαινών που ξέβραζε η θάλασσα, τα στήριζαν το ένα πάνω στο άλλο με την καμπύλη πλευρά προς τα έξω και τα «έπλεκαν» μεταξύ τους με φύκια (δείτε εδώ το πρωτότυπο ελληνικό κείμενο). Μπορούμε άραγε να διασταυρώσουμε μια τέτοια πληροφορία και να καταλήξουμε σε ψήγματα ιστορικής πραγματικότητας;
Άλλο κλασσικό και σχετικά λεπτομερές παράδειγμα περιγραφής πρακτικών των Ιχθυοφάγων παρέχει ο Αρριανός στο έργο του Ινδική. Στην Ινδική, ο συγγραφέας στηρίζεται σε αυτόπτες μάρτυρες της ναυτικής περιπέτειας του Νεάρχου. Ως αρχηγός του στόλου του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Νέαρχος οδήγησε πληρώματα και πλοία (που είχαν αρχικά κτιστεί στο Ινδό ποταμό) κατά μήκος της ακτής του Μπαλουχιστάν και του Ιράν στον Περσικό/Αραβικό Κόλπο. Κατά τα λεγόμενα του Αρριανού, οι Ιχθυοφάγοι αυτής της περιοχής (η Γεδροσία των αρχαίων πηγών) έκτιζαν ως εξής:
"Οι ευδαιμονέστεροι (βλ. οι ευπορότεροι!) από αυτούς έκτιζαν τα σπίτια τους με τα μεγάλα ψάρια που ξέβραζε η θάλασσα. Ξεχώριζαν τα κόκκαλα τους και τα χρησιμοποιούσαν αντί για ξυλεία και τα πιο πλατιά απ᾽ αυτά τα έκαναν πόρτες. Οι πολλοί και οι πιο φτωχοί κατασκεύαζαν τα σπίτια τους με τα αγκάθια των μικρότερων ψαριών".
Αρριανός, Ινδική, 29.16. (δείτε εδώ το πρωτότυπο κείμενο)
Με άλλα λόγια, ο Αρριανός μας λέει ότι οι Ιχθυοφάγοι είχαν άνιση, κοινωνικά προκαθορισμένη πρόσβαση στα υλικά που ξέβραζε η θάλασσα. Παρότι υπερβολικές και βασισμένες περισσότερο στη φαντασία παρά στην πραγματικότητα, αυτές οι περιγραφές μεταφέρουν την ιδέα ότι οι Ιχθυοφάγοι ζούσαν σε διαστρωματωμένες κοινωνίες. Επίσης μας παρακινούν να σκεφτούμε και άλλες κουλτούρες που χρησιμοποιήσουν κόκκαλα κητοειδών ως δομικά υλικά για διάφορα κτίσματα. Αν έχετε κάποια παράλληλα κατά νου, παρακαλούμε να τα μοιραστείτε μαζί μας!

Το δικό μας παράδειγμα χρονολογείται πάνω από μία χιλιετία μετά τις αναφορές σε Ιχθυοφάγους των αρχαίων συγγραφέων. Ο ακούραστος ταξιδιώτης από την Ισλαμική Δύση Ιμπν Βαττούτα θαυμάζει ένα ασυνήθιστο γι᾽ αυτόν θέαμα στην πόλη-λιμάνι του Χορμούζ, που βρίσκεται σε νησί των γνωστών στενών:
«Είδα ένα θαυμαστό θέαμα εκεί κοντά στην πύλη του κεντρικού τζαμιού. Μεταξύ του τζαμιού και της αγοράς υπήρχε το κρανίο ενός ψαριού, μεγάλο σαν λόφος και με μάτια πλατιά σαν πόρτες. Έβλεπες κόσμο να μπαίνει από το ένα μάτι και να βγαίνει από το άλλο»
Ιμπν Μπαττούτα, Ταξίδια (για το αραβικό κείμενο δείτε σελ. 164 εδώ)
Η πόλη-λιμάνι στο νησί του Χορμούζ ήταν η έδρα ομώνυμου ανεξάρτητου βασιλείου που ήλεγχε τα στενά στην είσοδο του Περσικού Κόλπου μεταξύ 14ου και 16ου αιώνα μέχρι που κατακτήθηκε από τους Πορτογάλους. Οι δύο εικόνες που παραθέτουμε εδώ παρουσιάζουν το Χορμούζ σε μια εξευρωπαϊσμένη και μάλλον φανταστική μορφή. Η επάνω εικόνα προέρχεται από την περίφημη συλλογή χαρτογραφικών αναπαραστάσεων πόλεων Civitates Orbis Terrarum (Οι Πόλεις του Κόσμου) των Georg Braun και Franz Hogenberg, που δημοσιεύτηκε μεταξύ του 16ο και του 17ο αιώνα στην Γερμανία, τρεις αιώνες μετά την επίσκεψη του Ιμπν Μπαττούτα. Η κάτω εικόνα συνοδεύει Γερμανικό ταξιδιωτικό κείμενο του 18ου αιώνα. Ο καλλιτέχνης παρουσιάζει μία ομοίως φανταστική εικόνα του λιμανιού, τονίζει όμως την αλιευτική του διάσταση προσθέτοντας ένα στολίσκο από ψαρόβαρκες στην κάτω αριστερή γωνία. Εικόνες απο τον ιστότοπο Historic Cities website, Hebrew University of Jerusalem και Jewish National and University Library.
Είναι δύσκολο να αποδειχτεί, αλλά ο Ιμπν Μπατούτα πιθανώς μιλάει για ένα τεράστιο κρανίο φάλαινας που τοποθετήθηκε σε περίοπτη θέση ανάμεσα στα δύο κεντρικά σημεία του αστικού ιστού του Χορμούζ, το κεντρικό τζαμί και την αγορά. Παρεμπιπτόντως, ο Μαροκινός ταξιδιώτης μας λέει επίσης ότι οι κάτοικοι του Ορμούζ τρέφονταν με «ψάρια και χουρμάδες». Αυτό θυμίζει τις ιστορίες περί Ιχθυοφάγων και την έμφαση στις συνήθειες κατανάλωσης ψαριών στη ψαροφαγία από τους κατοίκους των νότιων θαλασσών, αλλά απουσιάζει η σαφώς αρνητική φόρτιση των Κλασικών Μεσογειακών πηγών. Δεν έχουν σωθεί ούτε κατάλοιπα ούτε εικόνα αυτής της ιχθυηρής αψίδας του Ορμούζ, αλλά αν ρίξουμε μια ματιά σε έναν σκελετό φάλαινας, όπως αυτόν της λεγόμενης Hope στον Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Λονδίνου, μπορούμε σίγουρα να φανταστούμε το εντυπωσιακό δημιούργημα που μεταφέρει ο Ιμπν Μπαττούτα.

Ένα άλλο αποκαλυπτικό παράλληλο αποτελεί η αψίδα από γναθιαίο οστό φάλαινας του Whitby στο βόρειο Γιορκσάιρ. Κατασκευάστηκε στα μέσα του 19ου αιώνα ως μνημείο για την τοπική αλιευτική βιομηχανία και μπορεί να μας δώσει μια αίσθηση του γιατί το μεσαιωνικό Χορμούζ μπορεί ομοίως να επέλεξε να αναδείξει οστά φάλαινας, σε αυτήν την περίπτωση σαφώς μια κάτω γνάθο, στην κατασκευή της πύλης της πόλης.

Ναυάγιο και ανακύκλωση
Η βασική βιογραφία του προφήτη Μωάμεθ, που έχει τίτλο Ο Βίος του Αποστόλου του Θεού, δεν φημίζεται για τις ναυτικές της ιστορίες. Ωστόσο, περιέχει κάποια συναρπαστικά ψήγματα πληροφορίας για το ναυτικό παρασκήνιο των φυλών της Χιτζάζης, που ας μην ξεχνάμε κατοικούσαν κοντά στη θάλασσα κατά μήκος της δυτικής όχθης της Αραβίας (και ανατολικής ακτής της Ερυθράς Θάλασσας). Σε αυτήν την περιοχή ο προφήτης του Ισλάμ έκανε το θεόσταλτο κήρυγμά του. Μια μικρή λεπτομέρεια στην ιστορία της ανοικοδόμησης της Κάαμπα, του κεντρικού ιερού του Ισλάμ στη Μέκκα, τράβηξε την προσοχή μου.

Το περιστατικό συνέβη πριν ξεκινήσει η αποστολή του Μωάμεθ και η ιστορία έχει ως εξής: η Κάαμπα, ένα κυβικό κτίσμα στη μέση της Μέκκας, είχε κτιστεί από τον Αβραάμ και τον γιο του Ισμαήλ ως ιερό του ενός θεού. Σύμφωνα με την ισλαμική παράδοση, οι κάτοικοι της Μέκκας αργότερα ξέχασαν την αρχική πίστη στον έναν θεό και την εποχή του Μωάμεθ λάτρευαν διάφορες θεότητες στο ιερό. Παρότι κέντρο λατρείας και σημαντικός πόρος εσόδων για την πόλη, η Κάαμπα είχε ερειπωθεί και λεηλατηθεί. Οι κάτοικοι της Μέκκας αποφάσισαν να την επισκευάσουν και ένα μεγάλο μέρος των επισκευών περιλάμβανε την τοποθέτηση ξύλινης στέγης στην κατασκευή. Αυτό κατέστη δυνατό όταν ένα πλοίο «που ανήκε σε έναν Έλληνα έμπορο είχε ξεβραστεί στην Τζέντα και είχε γίνει ολοσχερώς ναυάγιο. Αυτοί (οι κάτοικοι της Μέκκας) πήραν τα ξύλα του και τα ετοίμασαν για να στεγάσουν την Κάαμπα». Η υπόλοιπη ιστορία επικεντρώνεται στη διαδικασία των επισκευών, κατά την οποία έπρεπε να γίνει σεβαστή η ιερότητα του κτιρίου, και στον ρόλο του Μωάμεθ ως μεσάζοντα όταν προέκυψαν διαφωνίες μεταξύ των αρχηγών των φυλών σχετικά με το ποιος θα είχε την τιμή να ολοκληρώσει τις επισκευές. Η λεπτομέρεια για την προέλευση της ξύλινης στέγης της Κάαμπα είναι δευτερεύουσας σημασίας στη αφήγηση, αποκαλύπτει όμως μια πρακτική ανακύκλωσης σανίδων από ναυάγια και εγκαταλελειμμένα πλοία, η οποία θα είχε νόημα σε μια χώρα που στερούνταν από πηγές ξυλείας.

Δεν θα επέμενα σε αυτή τη λεπτομέρεια αν δεν υπήρχαν άλλα γραπτά και πολύ αποκαλυπτικά υλικά τεκμήρια αυτής της πρακτικής ανακύκλωσης. Σε ένα νομικό κείμενο του 12ου αιώνα που αφορά την τύχη των ναυαγίων που σώζεται στη Γενίζα του Καΐρου, οι μάρτυρες που κλήθηκαν να καταθέσουν σχετικά με την τύχη των ναυαγισμένων πλοίων κατά μήκος των νότιων ακτών της Αραβίας μιλούν για ξύλα που ξεβράστηκαν στις ακτές. Υπονοούν μάλιστα ότι μπορούν να αναγνωρίσουν από ποια συγκεκριμένα πλοία προέρχονταν. Αν και δεν περιγράφεται άμεσα η μετέπειτα χρήση ή ανακύκλωση αυτών των ευρημάτων, είναι σαφές ότι οι παράκτιοι πληθυσμοί συνήθιζαν να αναζητούν και να συλλέγουν σανίδες και άλλα κομμάτια πλοίων που ξεβράζονταν της άνυδρες ακτές της Αραβίας. Είναι λογικό ότι τέτοιο υλικό θα έβρισκε μια δεύτερη χρήση.

Η υπόθεση αυτή γίνεται ακόμη πιο πειστική με τα χειροπιαστά παραδείγματα ξυλείας πλοίων ενσωματωμένης σε τοίχους κτιρίων στη Νότια Αραβία! Οι μελετητές έχουν επισημάνει ότι τέτοια μαδέρια που βρέθηκαν στις μεσαιωνικές θέσεις al-Balid και Qalhat στο Ομάν παρουσιάζουν χαρακτηριστικά της ραπτής κατασκευής πλοίων του δυτικού Ινδικού Ωκεανού. Τέτοια στοιχεία έχουν χρησιμοποιηθεί μάλιστα από τους μελετητές για να αναλύσουν τα χαρακτηριστικά αυτής της συγκεκριμένη παράδοσης στην ναυπηγική της περιοχής. Όπως υποστηρίζει ο αρχαιολόγος Alessandro Ghidhoni στο πρόσφατο βιβλίο του για το θέμα, το ζήτημα της δευτερογενούς χρήσης αυτής της ξυλείας εξακολουθεί να χρήζει ξεχωριστής μελέτης.
Ωστόσο, υπάρχει και πραγματική θαλάσσια ξυλεία που χρησιμοποιείται για την κατασκευή κτισμάτων στην ξηρά! Αυτό που αποκαλώ θαλάσσια ξυλεία προέρχεται από τα μαγκρόβια δάση. Τα μαγκρόβια είναι εντυπωσιακά είδη δέντρων, ανθεκτικά στο αλάτι, που φυτρώνουν στα προστατευμένα νερά και στις παλιρροιακές περιοχές του τροπικού και υποτροπικού παγκόσμιου νότου (αν και ορισμένα είδη υπάρχουν και βορειότερα).


Οι πρώτες αναφορές στα μαγκρόβια εμφανίζονται σε ελληνιστικές και ρωμαϊκές πηγές που περιγράφουν την Ερυθρά Θάλασσα - και σε ορισμένες περιπτώσεις τα συνδέουν ρητά με τις χώρες των Ιχθυοφάγων! Ο Pierre Schneider έχει καταγράψει τα κάπως συγκεχυμένα στοιχεία που παρέχουν διάφοροι αρχαίοι μεσογειακοί συγγραφείς. Με βάση το έργο του, σημειώνουμε ότι σε αυτές τις πηγές τα μαγκρόβια περιγράφονται συχνά ως ελιές ή δάφνες, χάρη στο επίμηκες σχήμα των φύλλων τους και στους μικρούς στρογγυλούς καρπούς κάποιων από αυτά. Σαφώς, αυτοί οι συγγραφείς αναζητούσαν αναλογίες με πράγματα που γνώριζαν από τον μεσογειακό τους κόσμο. Ο φιλόσοφος Θεόφραστος, του οποίου τους στοχασμούς και τη σύγχυση για τα κοράλλια συναντήσαμε στην πρώτη μας ανάρτηση για τα διφορούμενα αυτά πλάσματα, μιλά για τα μαγρκόβια δάση στη βοτανική του πραγματεία Περί φυτῶν ἱστορία (το ίδιο έργο όπου μίλησε για τα κοράλλια, χαρακτηρίζοντάς τα λανθασμένα, όπως είδαμε!) . Ο Schneider έχει ταυτίσει αυτές τις περιγραφές των ειδών που ο Θεόφραστος τοποθετεί στην Ερυθρά Θάλασσα με τα είδη Avicennia officinalis, Avicennia marina ή και Rhizophora mucronate, τα πιο διαδεδομένα είδη μαγκρόβιων σε αυτήν την περιοχή. Άλλα είδη ακμάζουν κατά μήκος της ανατολικής ακτής της Αφρικής, ειδικά στο αρχιπέλαγος Lamu (Κένυα) και νοτιότερα στο Δέλτα Rufiji (Μοζαμβίκη), όπου στα πυκνά δάση μαγρκόβιων έχει αναπτυχθεί υλοτομία μεγάλης κλίμακας.
Πώς χρησιμοποιούνταν τα μαγκρόβια από την αρχαιότητα μέχρι και τον μεσαίωνα; Ο Θεόφραστος μας λέει για τη φαρμακευτική χρήση των μαγκρόβιων δέντρων και του χυμού των καρπών τους. Λίγο αργότερα, ο Αγαθαρχίδης ο Κνίδιος συνδέει τα δέντρα με τον «υποτυπώδη» υλικό πολιτισμό των Ιχθυοφάγων, οι οποίοι, όπως λέει, έπλεκαν τα κλαδιά των μαγκρόβιων δημιουργώντας έτσι καταλύματα (το ίδιο μεταφέρει λίγο αργότερα και ο Διόδωρος ο Σικελός). Σαφώς, αυτοί οι συγγραφείς συνδύαζαν την αρνητική αποτίμηση των πολιτισμών της Ερυθράς Θάλασσας και του Ινδικού Ωκεανού γενικότερα, τους οποίους θεωρούσαν πρωτόγονους, με πραγματικές πληροφορίες, στην προκειμένη περίπτωση σχετικά με τις χρήσεις των μαγκρόβιων. Κατά την περίοδο της αστικής επέκτασης και της ανάπτυξης των μεγάλων λιμανιών του Αραβο-Ισλαμικού κόσμου που ξεκίνησε με την άνοδο των ισλαμικών χαλιφάτων και των διαδόχων κρατών τους, χίλια χρόνια μετά τις αφηγήσεις Ελλήνων και Ρωμαίων συγγραφέων, τα πυκνά μαγκρόβια δάση της Ανατολικής Αφρικής αποτελούσαν πηγή πολύτιμης ξυλείας. Ο μουσουλμάνος γεωγράφος αλ-Ισταχρί, γράφοντας στα αραβικά, μας λέει ότι τα σπίτια του σημαντικότερου εμπορικού λιμανιού της Αββασιδικής εποχής, του Σιράφ στον Περσικό Κόλπο, χτίστηκαν με τεκτονία (teak, Tectona grandis) και «ξυλεία από τη γη των Ζαντζ». Ζαντζ είναι ονομασία που χρησιμοποιείται από Άραβόφωνους συγγραφείς για την υποσαχάρια Ανατολική Αφρική, και έτσι είναι σαφές, όπως σημειώνει ο ανασκαφέας του Σιράφ Ντέιβιντ Γουαιτχάουζ, ότι αυτό για το οποίο μιλάει ο αλ-Ισταχρί είναι τα μαγκρόβια--που γι᾽αύτον αποτελούσαν ξηλεία για πολυτελείς κατοικίες κι όχι για πρωτόγονες κατασκευές σαν αυτές που φαντάζονταν οι Μεσόγειοι συγγραφείς που συναντησαμε.

Σε πιο πρόσφατες εποχές, στην Ανατολική Αφρική τα πυκνά μαγκρόβια δάση όπως αυτά του Δέλτα Ρουφίτζι, υλοτομούνταν και η ξυλεία τους συλλέγονταν και εξάγονταν μαζικά. Χρησιμοποιούνταν τόσο σε θαλάσσιες όσο και σε χερσαίες κατασκευές. Ένα σημαντικό εμπορικό πλοίο τύπου Ανατολικής Αφρικής, το mtepe, συχνά κατασκευάζονταν από ξύλο μαγκρόβιων. Όπως οι κοραλλιογενείς ύφαλοι που θα συζητήσουμε στη συνέχεια, έτσι και τα μαγκρόβια δάση χρησιμεύουν ως πλούσιοι βιότοποι για μια απίστευτη ποικιλία ειδών. Ψάρια, μαλάκια και πουλιά βρίσκουν καταφύγιο και στους λαβύρινθους που σχηματίζουν οι συστάδες των μαγκρόβιων. Αυτά τα θαλάσσια δάση σταθεροποιούν επίσης τις ακτές και τις προστατεύουν από τη διάβρωση. Και όπως και οι κοραλλιογενείς περιοχές, απειλούνται από την κλιματική αλλαγή, την ανάπτυξη, την επέκταση ανθρώπινων οικισμών και την υπερεκμετάλλευση, ένα θέμα στο οποίο θα επανέλθουμε στο τέλος αυτής της ανάρτησης.
Κτίζοντας με κοράλλι
Όπως σημειώσαμε στην πρώτη μας ανάρτηση για τα κοράλλια, οι μικροσκοπικοί, εύθραυστοι πολύποδες των κοραλλιών κατασκευάζουν το ασβεστολιθικό περίβλημά τους, αυτό που εμείς αντιλαμβανόμαστε ως κοράλλι, και με το χρόνο χτίζουν μια ποικιλία συμπαγών δομών, συμπεριλαμβανομένων ακτών και νησιών. Τον 19ο αιώνα, καθώς οι φυσιοδίφες άρχισαν να λύνουν το αίνιγμα των κοραλλιών, τόσο οι επιστήμονες όσο και άλλοι συγγραφείς περιέγραφαν ρομαντικά τα κοράλλια ως «μικροσκοπικούς αρχιτέκτονες», μια μεταφορά που χρησιμοποίησε ο ίδιος ο Κάρολος Δαρβίνος! Ο Malcolm Shick, ο οποίος στο θαυμάσιο βιβλίο του Where Corals Lie, παρέχει μια συναρπαστική ματιά στα κοινωνικά, ηθικά και θρησκευτικά μηνύματα που μετέφεραν οι Βικτωριανοί μέσα από τις περιγραφές τους για τους κοραλλιογενείς πολύποδες: κατ’ αυτούς τα κοράλλια ήταν μικροί εργατικοί κτίστες που εργάζονταν υπό την καθοδήγηση του Θεού.

Τις δομές που έχτισαν οι πολύποδες τις έχουν εκμεταλλευτεί για τις δικές τους οικοδομικές ανάγκες κάτοικοι κοραλλιογενών ακτών, από τα νησιά του Ειρηνικού μέχρι την Καραϊβική και τις ακτές της Φλόριντα. Οι ακτές της Ανατολικής Αφρικής και της Ερυθρά Θάλασσα, που αποτελούν το επίκεντρο αυτού του άρθρου, προσφέρουν εξαιρετικά παραδείγματα οικοδομικών πρακτικών που χρησιμοποιούν κοραλλιογενείς λίθους.


Στη δημοσίευση μιας σημαντικής αρχαιολογικής θέσης της Ανατολικής Αφρικής των Σουαχίλι, ο Mark Horton περιέγραψε λεπτομερώς τους δύο διαφορετικούς τρόπους εξόρυξης των κοραλλιών που χρησιμοποιήθηκαν στην οικοδόμηση κτιρίων στη Shanga, μια πρώιμη ισλαμική πόλη-λιμάνι στο Αρχιπέλαγος Lamu. Το κεντρικό τζαμί της Shanga κατασκευάστηκε τον 8ο αιώνα. Περίπου 200 χρόνια αργότερα, τον 10ο αιώνα, το κτίσμα ανακαινίστηκε με μια νέα οικοδομική τεχνική: με κοραλλένιους λίθους. Στη Shanga, εξηγεί ο Horton, τα κοράλλια εξορύσσονταν είτε στην απολιθωμένη μορφή τους σε λατομεία στη ξηρά - ο όρος για αυτό το υλικό στα αγγλικά είναι coral rag - είτε από τις ζωντανές αποικίες του κοραλλιού Porites solida που αναπτύσσεται σε ρηχά παράκτια νερά. Τα δύο αυτά είδη κοραλλένιων λίθων είχαν διαφορετικές ιδιότητες. Το coral rag είναι πυκνότερο, πιο ανθεκτικό αλλά πιο δύσκολο να δουλευτεί, ενώ οι ογκόλιθοι που εξορύσσονται από ζωντανά κοράλλια λαξεύονται ευκολότερα αλλά είναι πιο πορώδεις. Η παράδοση των Σουαχίλι να κτίζουν ολόκληρες πόλεις από αυτό το υλικό συνεχίζεται στις «πέτρινες πόλεις» (“stone towns”) στην Κένυα και την Τανζανία. Η λέξη «πέτρα» εδώ αναφέρεται σε κοραλλιογενείς λίθους. Στο αρχιπέλαγος Lamu και στην Ζανζιβάρη βρίσκουμε τα διασημότερα παραδείγματα τέτοιων πόλεων χτισμένων από κοράλλια.

Βορειότερα, στην Ερυθρά Θάλασσα, η χρήση κοράλλινων λίθων είναι βασικό χαρακτηριστικό αυτού που οι μελετητές έχουν ονομάσει «αρχιτεκτονική της Ερυθράς Θάλασσας». Η πόλη-λιμάνι Massawa αποτελεί εντυπωσιακό παράδειγμα αυτής της οικοδομικής τεχνικής στη περιοχή. Οι κοραλλιογενείς λίθοι αποτελούν το πιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του του φυσικού αστικού ιστού της πόλης. Ένα παλίμψηστο ανάπτυξης του ύστερου Μεσαίωνα, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του 19ου αιώνα, η Massawa δυστυχώς υπέφερε τρομερά κατά τη διάρκεια και μετά τον πόλεμο της ανεξαρτησίας της Ερυθραίας. Η ανάγκη για συντήρηση είναι επιτακτική, αλλά το μεγαλείο μιας πόλης κτισμένης δίπλα στη θάλασσα με τα δώρα της θάλασσας εξακολουθεί να εντυπωσιάζει.


Ποια είναι τα πλεονεκτήματα των κοραλλιών; Μια προφανής απάντηση είναι η γεωλογία των ακτών των τροπικών και υποτροπικών νερών όπου έχει ριζώσει αυτή η πρακτική. Στην περίπτωση της Ερυθράς Θάλασσας και των ακτών της Ανατολικής Αφρικής, οι κοραλλιογενείς ύφαλοι που σχηματίζουν νησιά και περιβάλλουν τις ακτές και, με την πάροδο του χρόνου, εκτέθηκαν στον ήλιο και απολιθώθηκαν. Ενώ αποτελούν καταφύγιο για τη θαλάσσια ζωή και προστατεύουν τις ακτές από τη διάβρωση, αυτοί οι σχηματισμοί ζωντανών και απολιθωμένων κοραλλιών παρέχουν ταυτόχρονα εύκολα προσβάσιμα λατομεία τόσο στην ξηρά όσο και κάτω από τη θάλασσα.
Επιπλέον, oi κοραλλιογενείς πέτρες αποτελούν οικοδομικό υλικό με πολλά προτερήματα. Ο καθηγητής αρχιτεκτονικής Abdel Rahim Salim, σε άρθρο του για την αποκατάσταση της μεσαιωνικής πόλης Suakin, χαρακτηρίζει τους κοραλλιογενείς λίθους «εξαιρετικό» δομικό υλικό, και εξηγεί: «Όντας πορώδεις, ήταν ελαφριοί, είχαν χαμηλή θερμική αγωγιμότητα και ήταν εύκολοι στην κοπή». Ο Salim πιθανότατα αναφέρεται κυρίως στα κοράλλια Porites, και σε λατομεία ζωντανών κοραλλιών . Προφανώς, η πορώδης επιφάνεια αυτού του υλικού έπρεπε να καλυφθεί με ασβεστοκονίαμα, προσθέτοντας τόσο εργατοώρες στη κατασκευή αλλά καταλήγοντας και ένα συγκεκριμένο αισθητικό αποτέλεσμα. Θα πρέπει επίσης να προσθέσουμε την προσαρμοστηκότητα του υλικού. Σε μια μελέτη της πόλης Lamu στο ομώνυμο αρχιπέλαγος, ο Usam Ghaidan περιγράφει πώς τοίχοι και δάπεδα χτίζονταν με κοραλλιογενείς λίθους και ασβεστοκονίαμα, ενώ οι στέγες κατασκευάζονταν με στρώματα κοραλλιογενούς χαλικιού δεμένου με ασβεστοκονίαμα και απλωμένα πάνω σε δοκάρια, συχνά από μανγκρόβια!

Από πότε χρονολογείται αυτή η οικοδομική πρακτική; Τον 13ο αιώνα, ένας περιηγητής που έχουμε συναντήσει σε προηγούμενες αναρτήσεις, ο Ibn al-Mujawir, περιγράφει την κατασκευή κτισμάτων με κοραλλιογενείς λίθους στα αραβικά λιμάνια της Ερυθράς Θάλασσας, Τζέντα και Γκουλαφίκα. Στην διασκεδαστική και απίστευτα ενημερωτική ταξιδιωτική του αφήγηση, ο Ibn al-Mujawir εξηγεί ότι οι πρώτοι άποικοι του μεσαιωνικού λιμανιού της Τζέντα ενίσχυσαν το αρχικό περιμετρικό τείχος της πόλης με ένα επιπλέον στρώμα από λαξευμένους κοραλλιογενείς λίθους και γύψο. Σχολιάζοντας ένα νοτιότερο λιμάνι της Ερυθράς Θάλασσας, το Γκουλαφίκα της Υεμένης, σημειώνει ότι οι κάτοικοι αυτής της πόλης «έχτισαν όμορφα σπίτια και τζαμιά με αυλές, από πέτρα κασούρ, η οποία είναι πέτρα που εξάγεται από τον πυθμένα της θάλασσας». Είναι φανερό ότι η υποβρύχια λατόμευση και το λάξευμα κοραλλιογενών λίθων που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή των μεσαιωνικών λιμανιών της Ερυθράς Θάλασσας εντυπωσίαζαν τους ξένους επισκέπτες στο παρελθόν, όπως και σήμερα.


Όπως δηλώνει ο Guy Standing στην τολμηρή του πραγματεία για την οικονομία της θάλασσας και την απειλή που πηγάζει από την άπληστη εκμετάλλευση των θαλάσσιων πόρων, «οι ύφαλοι, οι ακτές, οι παραλίες και οι εκβολές ποταμών αποτελούν κι αυτά μέρος των ‘γαλάζιων’ κοινών αγαθών και όλα απειλούνται» (The Blue Commons: Rescuing the Economy of the Sea, 39). Η χρήση κοραλλιογενών λίθων και ξυλείας μαγκρόβιων για χερσαίες δραστηριότητες ίσως ήταν βιώσιμη στο παρελθόν, δεν προσφέρει όμως τώρα πια ένα μοντέλο για μελλοντική ανάπτυξη. Κι αυτό γιατί οι περιβαλλοντικές συνθήκες έχουν αλλάξει, τα παράκτια οικοσυστήματα υποβαθμίζονται ανησυχητικά γρήγορα και οι αναπτυξιακές πιέσεις δημιουργούν γιγάντιες απαιτήσεις για υλικά και πόρους. Τέτοιες απαιτήσεις δεν μπορούν να ικανοποιηθούν με μια εκμετάλλευση πόρων σε μικρή κλίμακα κι επομένως βιώσιμη, τέτοια που εφαρμόζονταν στο παρελθόν. Κατά μήκος των ακτών του δυτικού Ινδικού Ωκεανού, διάφορες πρωτοβουλίες συντήρησης και αποκατάστασης έχουν επικεντρωθεί στο να καταγράψουν τις κατασκευαστικές λεπτομέρειες κτιρίων από κοραλλιογενείς λίθους, στη συντήρηση/αποκατάσταση ιστορικών κτιρίων και κοραλλιογενών «πέτρινων πόλεων» όπως στην Τζέντα, το Σουακίν, το Λάμου και τη Ζανζιβάρη, και στη διαχείριση των μαγκρόβιων δασών από την Ερυθρά Θάλασσα μέχρι το Δέλτα Ρουφίτζι στη Μοζαμβίκη. Η τοπική γνώση και η συνεργασία με τις τοπικές κοινωνίες είναι ο μόνος τρόπος για να προστατευτεί η ουσιαστική άυλη κληρονομιά του παρελθόντος και να διασφαλιστεί η επιβίωση των απίστευτα πλούσιων θαλάσσιων αγαθών μεταξύ ξηράς και θάλασσας.

Θέλετε να μάθετε περισσότερα; Εχουμε προτάσεις!
Θέλετε να παραπέμψετε σ' αυτό το άρθρο; Δείτε πως γίνεται!
Μαργαρίτη, Ρ. 2025. Κτισμένα από τη θάλασσα: θαλασσινά δομικά υλικά και πολιτισμοί του Ινδικού Ωκεανού, Αρχεία της Θάλασσας, πρόσβαση στις **-**-****
Σχόλια